- ανετυμολογητος
- ἀνετυμολόγητοςἀν-ετῠμολόγητος2этимологически неясный
(ὄνομα Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὄνομα Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανετυμολόγητος — η, ο (Α ἀνετυμολόγητος, ον) (για λέξεις) αυτός που δεν μπορεί να ετυμολογηθεί … Dictionary of Greek
ανετυμολόγητος — η, ο (γλωσσ.), αυτός που δεν ετυμολογήθηκε, δε βρέθηκε η αρχική του προέλευση: Αρκετές λέξεις, παλιές και νέες, είναι ανετυμολόγητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνετυμολογήτῳ — ἀνετυμολόγητος of unknown derivation masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)